λαχανοκομώ

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

λαχανοκομῶ, -έω (Μ)
καλλιεργώ λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -κομῶ (< κόμος), πρβλ. ιπποκομώ].