λαψάνα

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

και λαμψάνη και λαψάνη, η (AM λαψάνη και λαμψάνη)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμψις. Το φυτό έλαβε την ονομ. του προφανώς λόγω του λαμπερού χρώματός του. Ο τ. λαψάνη είναι παράλληλος τ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές lapsana και lampsana].