Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαψάνα

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

και λαμψάνη και λαψάνη, η (AM λαψάνη και λαμψάνη)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμψις. Το φυτό έλαβε την ονομ. του προφανώς λόγω του λαμπερού χρώματός του. Ο τ. λαψάνη είναι παράλληλος τ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές lapsana και lampsana].