λελῦτο

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monotonic

λελῦτο: Επικ. αντί λελύοιτο, γʹ ενικ. ευκτ. Παθ. υπερσ. του λύω.