λεπιδούμαι
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
λεπιδοῦμαι, -όομαι (Α) λεπίς
1. καλύπτομαι από λέπια
2. φρ. «τὰ ὀστέα λεπιδοῦται» — τα οστά θρυμματίζονται.