λεπτινός
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
λεπτινός, -ή, -όν (Μ) λεπτός
λεπτομερής, λεπτομερειακός.
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
λεπτινός, -ή, -όν (Μ) λεπτός
λεπτομερής, λεπτομερειακός.