λεπτοδερμία

English (LSJ)

ἡ, thinness of skin, Thphr. CP 3.5.3.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, dünne, seine Haut, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοδερμία: ἡ, λεπτότης τοῦ δέρματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 5. 3.

Greek Monolingual

η (Α λεπτοδερμία) λεπτόδερμος
η λεπτότητα του δέρματος.