λεπτόδερμος

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόδερμος Medium diacritics: λεπτόδερμος Low diacritics: λεπτόδερμος Capitals: ΛΕΠΤΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: leptódermos Transliteration B: leptodermos Transliteration C: leptodermos Beta Code: lepto/dermos

English (LSJ)

λεπτόδερμον, with thin skin or with fine skin, Hp.Morb.2.74: Sup. λεπτοδερμότατος Arist.PA657b2, GA781b21.

German (Pape)

[Seite 30] dünnhäutig, seinhäutig; ὁ ἄνθρωπος λεπτοδερμότατος, Arist. part. anim. 2, 18 u. öfter; Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόδερμος: покрытый тонкой кожей, тонкокожий (ἄνθρωπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόδερμος: -ον, ἔχων λεπτὸν δέρμα, Ἱππ. 487· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 3, π. Ζ. Γενέσεως 5. 2, 9.

Greek Monolingual

-η -ο (Α λεπτόδερμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος].