λεπτόδερμος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
λεπτόδερμον, with thin skin or with fine skin, Hp.Morb.2.74: Sup. λεπτοδερμότατος Arist.PA657b2, GA781b21.
German (Pape)
[Seite 30] dünnhäutig, seinhäutig; ὁ ἄνθρωπος λεπτοδερμότατος, Arist. part. anim. 2, 18 u. öfter; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόδερμος: покрытый тонкой кожей, тонкокожий (ἄνθρωπος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόδερμος: -ον, ἔχων λεπτὸν δέρμα, Ἱππ. 487· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 3, π. Ζ. Γενέσεως 5. 2, 9.
Greek Monolingual
-η -ο (Α λεπτόδερμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος].