λεπτοσωμία

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

η λεπτόσωμος
ανθρωπολ. χαρακτηριστικό φυλών ή ατόμων με αδύνατο και μακρύ σώμα.