λευγαλέως

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
tristement, misérablement.
Étymologie: λευγαλέος.

Russian (Dvoretsky)

λευγᾰλέως: в жалком состоянии, плачевным образом (χωρεῖν Hom.).