λιβάνισμα Search Google

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

το λιβανίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λιβανίζω, το θυμιάτισμα
2. μτφ. ταπεινή κολακεία
3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις.