λιβάνισμα Search Google

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547

Greek Monolingual

το λιβανίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λιβανίζω, το θυμιάτισμα
2. μτφ. ταπεινή κολακεία
3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις.