λιβάνισμα

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το λιβανίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λιβανίζω, το θυμιάτισμα
2. μτφ. ταπεινή κολακεία
3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις.