λιθόομαι
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
Russian (Dvoretsky)
λῐθόομαι: превращаться в камень, каменеть (σκληρὸς καὶ λελιθωμένος Arst.; λ. ὑπὸ χρόνου Plut.).
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
λῐθόομαι: превращаться в камень, каменеть (σκληρὸς καὶ λελιθωμένος Arst.; λ. ὑπὸ χρόνου Plut.).