λιμένιο

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source

Greek Monolingual

το (Α λιμένιον) λιμήν
1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι
2. (κατ' επέκτ.) κάθε λιμάνι.