λιμενάριον
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
λιμενάριον και λιμενάρι, το (Μ) λιμήν
μικρό λιμάνι, λιμανάκι.
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
λιμενάριον και λιμενάρι, το (Μ) λιμήν
μικρό λιμάνι, λιμανάκι.