λιμναία

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας limnaeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. limnaea < νεολατ. limnaea (< λιμναῖος)].