λιμνόμετρο

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

το
ο λιμνογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnometer < limn(o)- (< λίμνη) + -meter (< μέτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].