ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνονκατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέημέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.