λιποξειδάση
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) ένζυμο που προκαλεί την οξείδωση τών λιποειδών.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
η
(βιοχ.) ένζυμο που προκαλεί την οξείδωση τών λιποειδών.