Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιχνιστήρι

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το λιχνίζω
το όργανο με το οποίο γίνεται το λίχνισμα τών σιτηρών.