λογιστικόν

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Russian (Dvoretsky)

λογιστικόν: τό
1 Plat. = λογιστική;
2 разумение, разум Plat., Arst.