κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
λογοδότης, ὁ (Μ)αυτός που λογοδοτεί, που δίδει λόγο τών πεπραγμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -δότης < δί-δω-μι].