λογοδότης

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek Monolingual

λογοδότης, ὁ (Μ)
αυτός που λογοδοτεί, που δίδει λόγο τών πεπραγμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -δότης < δί-δω-μι].