λογομαχώ

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

(AM λογομαχῶ, -έω) λογομάχος
ανταλλάσσω υβριστικά λόγια με κάποιον, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ
μσν.
λογομάχομαι.