λογχόφυλλος

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει φύλλα τα οποία μοιάζουν με λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φυλλος (< φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ιωάννη Πύρλα].