λοιδόρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = λοιδορία, Pl.Lg.967c (pl.): personified as placename, LXX Ex. 17.7.

German (Pape)

λοιδορησμός, LXX; im plur. Plat. Legg. XII.967c.

Russian (Dvoretsky)

λοιδόρησις: εως ἡ Plat. = λοιδορία.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδόρησις: -εως, ἡ, = λοιδορία, Πλάτ. Νόμ. 967C.

Greek Monolingual

λοιδόρησις, ἡ (Α) λοιδορώ
λοιδορία.