λουλουδάτος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο (Μ λουλουδάτος, -η, -ον) λουλούδι
(κυρίως για υφάσματα) στολισμένος με σχήματα λουλουδιών.