Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λουλουδάτος

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ο (Μ λουλουδάτος, -η, -ον) λουλούδι
(κυρίως για υφάσματα) στολισμένος με σχήματα λουλουδιών.