λοφείον

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

λοφεῖον, τὸ (Α)
1. θήκη για εναπόθεση λοφίου
2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ' ἐς λοφεῖον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -εῖον].