λυκοφαγωμένος

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λυκοφαγωμένος, -η, -ον)
αυτός που κατασπαράχθηκε από λύκους
μσν.
1. αυτός για τον οποίο εκφράζεται η κατάρα να κατασπαραχθεί από λύκους
2. το αρσ. ως ουσ.λυκοφαγωμένος
ο διάβολος.