λυρατζής

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek Monolingual

ο
(στην Κρήτη) ο λυράρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κατάλ. -(α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος].