λυρατζής

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ο
(στην Κρήτη) ο λυράρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κατάλ. -(α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος].