λυχνώδης

English (LSJ)

λυχνῶδες, like a lamp, opp. πυρώδης, Heph.Astr.1.23.

Greek Monolingual

λυχνώδης, -ῶδες (Α) λύχνος
αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.