πυρώδης
English (LSJ)
πυρῶδες, cereal, καρποί Str.2.2.3.
, ες,
πῠρώδης = πυροειδής, like fire, fiery, ὄμματα Emp. ap. Arist.GA 779b15; Διὸς ἀστεροπαί Ar.Av.1746 (anap.); μαρμαρυγαί Pl.Criti.116c; ἀρχὴ πυρώδης Arist.Mete.344a17; ἀναθυμίασις ξηρὰ καὶ πυρώδης ib.372b33; στεφάνη Parm. ap. Placit.2.7.1; χωρίον Ph.1.39: Sup., πυρωδεστάτη αὐγή J.BJ5.5.6; τὸ πυρῶδες = fiery or hot substance, Parm.l.c., Arist.MA703a24, Plu.2.19f, etc.: metaph., πυρώδης λόγος Ph.1.144; τὸ πυρῶδες = fiery nature, of Achilles, Ath.14.624a. Adv. πυρωδῶς v.l. for πυροειδῶς in Diog.Apoll. ap. Placit.2.13.9: neut. as adverb, πυρῶδες ὑποβλέπειν Poll.5.79.
II flamelike, bright, Arist.Mete.342b8, de An.419a3; ἐρύθημα Plu.Demetr. 38.
III Medic., inflamed, betokening inflammation, ἕλκος Hp. Fract.25 (v.l. πυρετῶδες): metaph., ἔνθερμος ἡ ψυχὴ γενομένη καὶ π. Plu.2.432e.
German (Pape)
[Seite 825] ες, = πυροειδής; ἀστεροπή, Ar. Av. 1742, wie Plut. Timol. 28; μαρμαρυγαὶ πυρώδεις, Plat. Critia. 116 c.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
brûlant, ardent.
Étymologie: πῦρ, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρώδης [πῦρ] op vuur gelijkend:; μαρμαρυγαὶ πυρώδεις fonkelingen als van vuur Plat. Criti. 116c; vuurrood:. ἐρύθημα πυρῶδες een vuurrode kleur Plut. Demetr. 38.4. vurig:; πυρώδεις ἀστεροπαί vurige bliksems Aristoph. Av. 1746; πληγὴ πυρώδης de kracht van vuur Plut. Num. 9.7; gloeiend heet:. ἡ Βαβυλωνία σφόδρα πυρώδης Babylonië is heel erg heet Plut. Alex. 35.14. geneesk. ontstoken.
Russian (Dvoretsky)
πῠρώδης:
1 огненный, пылающий (ἀστεροπαί Arph.; μαρμαρυγαί Plat.);
2 огненно-красный (τὸ πυρῶδες καὶ λευκόν Arst.).
Greek Monolingual
(I)
-ες / πυρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ πῡρ
1. ο όμοιος με τη φωτιά
2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος
3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.)
4. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς
αρχ.
1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή, ερεθισμένος («πυρῶδες ἕλκος», Ιπποκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρῶδες
α) πυρώδης ή θερμή ουσία
β) (για τον Αχιλλέα) η ορμητική φύση («καταστέλλειν τὸ πυρῶδες αὐτοῦ δυναμένην [τὴν κιθάραν]», Αθήν.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πυρωδῶς.
επίρρ...
πυρωδῶς Α
κατά τρόπο πυρώδη.
(II)
-ώδες, Α πυρός
όμοιος με σιτάρι, σιταρένιος («πλὴν σιλφίου καὶ πυρωδῶν τινων καρπῶν», Στράβ.).
Greek Monotonic
πῠρώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με φωτιά, φλογερός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρώδης: -ες, = πυροειδής, ὁ ὅμοιος πρὸς πῦρ, φλογερός, ὄμματα Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 21· Διὸς ἀστεροπαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1746· μαρμαρυγαὶ Πλάτ. Κριτί. 116C· ἀρχὴ π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 4· ἀναθυμίασις ξηρὰ καὶ π. αὐτόθι 3. 3, 5· - τὸ πυρῶδες, πυρώδης ἢ θερμὴ οὐσία, Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 10, 4, Πλούτ., κτλ.· πυρώδης, ὁρμητικὴ φύσις, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἀθήν. 624Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53, Στοβ. Ἐκλ. 1. 508· ὡσαύτως, πυρῶδες ὑποβλέπειν Πολυδ. Ε΄, 79. ΙΙ. κόκκινος ὡς πῦρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, πρβλ. π. Ψυχῆς 2. 7, 8. ΙΙΙ. ἐπὶ ἰατρικῆς σημασίας, προμηνύων φλεγμονήν, ἠρεθισμένος, ἕλκος Ἱππ. π. Ἀγμ. 767 (Littré· κοινῶς πυρετῶδες).
Middle Liddell
πῠρ-ώδης, ες εἶδος
like fire, fiery, Ar., etc.
Léxico de magia
v. σχῆμα