λωβιάζω

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και λουβιάζωλωβιάζω) λώβα
προσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα.