Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
και λουβιάζω (Μ λωβιάζω) λώβαπροσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα.