λῇς

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

French (Bailly abrégé)

v. *λάω.

Greek Monotonic

λῇς: βʹ ενικ. του λάω (Β).

Russian (Dvoretsky)

λῇς: 2 л. sing. praes. к λάω II.