μάππα

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek (Liddell-Scott)

μάππα: ας, ἡ, (Λατ. mappa), = ἐκμαγεῖον, Λυδ. 145, Μαλαλ. 412, 13, Κεδρ. Ι, 297, 17. 2) = ἱπποδρομία ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 105. 1.

Greek Monolingual

μάππα, ἡ (ΑM)
βλ. μάπα.