μάπα

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και μάππα, η (AM μάππα)
νεοελλ.
1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο
2. ναυτ. η πόρπη
3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη
4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη
5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή και μικρότερες εκτάσεις της υδρογείου
μσν.
1. σφαίρα, μπάλα
2. αγώνας ιπποδρομίας ή η θέα ίππων που συναγωνίζονται τρέχοντας
μσν.-αρχ.
τεμάχιο λευκού υφάσματος το οποίο ανύψωνε ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ως σημείο έναρξης του αγώνα
αρχ.
πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mappa «πετσέτα, σημαία»].