μάραμα
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
το
μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε -μα].