μάραμα
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
το
μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε -μα].
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
το
μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε -μα].