μάρον

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek (Liddell-Scott)

μάρον: [ᾰ], τό, εἶδος σφάκου («ἐλελισφακιᾶς»), Λατ. Teucrium marum, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 61, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 33, Διοσκ. 3. 49.

Greek Monolingual

μᾱρον, τὸ (Α)
είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. teucrium Marum].