μαγάρισμα

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

το (Μ μαγάρισμα) μαγαρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαγαρίζω, ρύπανση, μόλυνση
νεοελλ.
στον πληθ. τα μαγαρίσματα
οφθαλμική νόσος τών ζώων
μσν.
βρομιά, βδέλυγμα, σιχασιά.