ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
το (Μ μαγάρισμα) μαγαρίζωη ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαγαρίζω, ρύπανση, μόλυνσηνεοελλ.στον πληθ. τα μαγαρίσματαοφθαλμική νόσος τών ζώωνμσν.βρομιά, βδέλυγμα, σιχασιά.