μαγγανοποιός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
μαγγανοποιός, ὁ (Μ)
αυτός που κάνει μαγγανείες, μαγγανευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + -ποιός (< ποιῶ)].
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
μαγγανοποιός, ὁ (Μ)
αυτός που κάνει μαγγανείες, μαγγανευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + -ποιός (< ποιῶ)].