μάγγανο
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
Greek Monolingual
και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον)
1. βαρούλκο, γερανός
2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό
β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά την ιππάφεση
γ) φρ. «κουράτορες τών μαγγάνων» — οι μαγγανάριοι
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) χειροκίνητο κλωστικό εργαλείο που χρησιμεύει στη μεταφορά και περιτύλιξη του νήματος σε καρούλια ή μασούρια, αλλ. ροδάνι ή σβίγα
β) το μαγγανοπήγαδο
γ) απλό μηχάνημα με το οποίο έλκεται η μεταξωτή κλωστή από τα βομβύκια και τυλίγεται σε ανέμη ή σε μασούρι
δ) ορθογώνιο ή στρογγυλό πλαίσιο στο οποίο τεντώνεται το ύφασμα για να κεντηθεί, αλλ. κεντητικός ιστός
αρχ.
1. αλυσιδωτό σύστημα με κάδους για την ανέλκυση βαρών
2. φρ. «τον νου σου μη σέ πιάσει ο μάγγανος» — πρόσεξε μη σέ πιάσει η καταδιωκτική δικαστική αρχή
νεοελλ.-μσν.
κάθε χειροκίνητο ή ζωοκίνητο συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο ελαιοτριβείου ή οινοποιείου, σφιγκτήρας, συσφιγκτήρας
3. κυλινδρικό πιεστήριο που χρησιμοποιείται στην υφαντουργική για τη λείανση και στίλβωση υφασμάτων, κυρίως μεταξωτών
μσν.
δόκανο, παγίδα
αρχ.
1. κάθε μέσο με το οποίο μαγεύει, θέλγει ή γοητεύει κάποιος, μαγικό φίλτρο
2. (κατά τον Ησύχ.) «γάγγαμον», αλιευτικό δίκτυο
3. βάλανος μοχλού θύρας, μάνδαλος, μάνταλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αρχικές σημασίες της λ. θεωρούνται οι «μάγος, μαγγανευτής» και «γερανός, μηχανή για ανέλκυση», χωρίς να είναι βέβαιο ποια από τις δύο προηγείται της άλλης. Το πιθανότερο είναι η αρχική σημ. της λ. να ήταν γενικά «μηχανή, τρόπος», από όπου η σημ. «μηχανορράφος, απατεώνας». Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η λ. συνδέεται με τύπους ανατολικών και δυτικών ΙΕ γλωσσών με τη γενική σημ. «ελκυστικός, απατηλός»: αρχ. ινδ. manju-, manjula- «όμορφος, αγαπητός, ελκυστικός», οσεττ. mang «απάτη, δόλος», καθώς και με μέσο ιρλδ. meng «απάτη, ψέμα», ρωσ. mengach «προδότης, ύπουλος» κ.ά. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meng- «ζυμώνω, μαλάσσω», από όπου η σημ. «διαπλάσσω, στολίζω, ξεγελώ» και η σχέση του με το ρ. μάσσω. Τον τ. χρησιμοποίησε η λατ. (πρβλ. manganum «μηχανή πολέμου»).
ΠΑΡ. μαγγανάρης, μαγγανεύω, μαγγανικός
νεοελλ.
μαγγανίζω, μάγγανος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. μαγγανοδαίμων, μαγγανοποιός, μαγγανότζαγρα
νεοελλ.
μαγγανοπήγαδο].