μαγγανότζαγρα
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
Greek Monolingual
μαγγανότζαγρα και μαγγανότζαγγρα, ἡ (Μ)
πολιορκητική μηχανή που έριχνε βέλη, αλλ. μαγγανέλλο, μαγγανέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «πολιορκητική μηχανή» + τζάγρα «είδος βαρέος τόξου»].