μακρόλαιμος

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λαιμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη].