μαμμή
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
η (Μ μαμμή και μαμμού)
η μαία
νεοελλ.
παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» — λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό του τόνου].