μαμμόθρεφτος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαμμόθρεπτος, -ον)
αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά
νεοελλ.
1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος
2. μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -θρεφτος (< τρέφω)].