μαμμόθρεφτος
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαμμόθρεπτος, -ον)
αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά
νεοελλ.
1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος
2. μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -θρεφτος (< τρέφω)].