μαρμαρογλυφία
English (LSJ)
ἡ, marble sculpture, sculpture in marble, Str.10.5.7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de sculpter un bloc de marbre.
Étymologie: μάρμαρος, γλύφω.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾱρογλῡφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ γλύφειν ὁμοιώματα ἢ κοσμήματα ἐπὶ μαρμάρου, Στράβων 487.
Greek Monolingual
η (Α μαρμαρογλυφία)
η τέχνη της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -γλυφία (< -γλυφος < γλύφω)].
Greek Monotonic
Middle Liddell
German (Pape)
ἡ, das Hauen eines Bildes aus Marmor, Strab. X p. 487.