μασητέον

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

μασητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μασῶμαι, δεῖ μασᾶσθαι, Εὐτεκν. μετάφρ. εἰς Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. σ. 241, ἔκδ. Dübner.