μαστίχι

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το (Μ μαστίχιν)
βλ. μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστί-χιον < μαστίχη.