μαστίχι

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

το (Μ μαστίχιν)
βλ. μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστί-χιον < μαστίχη.