ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.
ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)ο γέρος που λέει ανοησίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].