ματαιογέρων

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek (Liddell-Scott)

ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].