ματογυάλι

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το
1. διόπτρα
2. συν. στον πληθ. τα ματογυάλια
ζευγάρι φακών τα οποία προσαρμόζονται με κατάλληλο τρόπο μπρος στα μάτια γι' αυτούς που έχουν ελαττωματική όραση ή για όσους θέλουν να προστατευθούν από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμματοϋάλια].