μαυρόχορτο

Greek Monolingual

το (Μ μαυρόχορτον)
νεοελλ.
κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο
μσν.
αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον»).