μαχαιρομαχώ

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

μαχαιρομαχῶ, -έω (Α)
μάχομαι με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαιρομάχος].