μαχαιροπώλης

English (LSJ)

μαχαιροπώλου, ὁ, cutler, Poll. 7.156.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de coutelas, de sabres, armurier.
Étymologie: μάχαιρα, πωλέω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μαχαίρας, Πολυδ. Ζ΄, 156· - μᾰχαιροπώλιον, τό, ἐργαστήριον μαχαιροπώλου, Πλουτ. Δημοσθ. 15, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

μαχαιροπώλης, ὁ (Α)
πωλητής μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

μᾰχαιροπώλης: -ου, ὁ, αυτός που εμπορεύεται μαχαίρια· απ' όπου, μᾰχαιροπώλιον, τό, κατάστημα που πουλάει μαχαίρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰχαιρο-πώλης, ου, ὁ,
a cutler.

German (Pape)

ὁ, Messer- oder Säbelhändler, Poll. 7.156.